Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Περπατώντας στην Πομπηία


Πομπηία, 24 Αυγούστου, 79 μ.Χ.


Η Σαμπίνα ξύπνησε από τα χαράματα, όπως άλλωστε συνήθιζε, για να πάει στο φούρνο της. Μοναδικός ήχος στην Οδό Αφθονίας, τα βήματά της στον πλακόστρωτο δρόμο.

Οδός Αφθονίας - Via dell'Abbondanza
Το πρωινό αεράκι έφερε στα χείλη της ένα μικροσκοπικό αντικείμενο σαν γκριζωπό πούπουλο. Τη γαργάλησε και μόλις το άγγιξε, έλιωσε στα λεπτοκαμωμένα της δάχτυλα.
Είχε μια αλλόκοτη ζέστη και τα αηδόνια στους κήπους των γύρω σπιτιών, δεν ακούγονταν εκείνο το πρωί. «Παράξενο», συλλογίστηκε, «ίσως σκιάχτηκαν από το χθεσινό χορό της Γης».
Το έδαφος της Πομπηίας δεν είχε πάψει να σείεται δυο τρεις μέρες τώρα, αλλά δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο για τους κατοίκους της.
Λίγο πριν το στενό, όπου βρισκόταν ο φούρνος της, έστρεψε το κεφάλι της προς τα πάνω και παρατήρησε ένα περίεργο σύννεφο πάνω από το βουνό τους, τον Βεζούβιο. Ήταν πυκνό και μαύρο. Της έκανε εντύπωση και έφερε στο μυαλό της τα λόγια του ξάδερφού της, του Πλίνιου.  «Κάτι δεν πάει καλά με το βουνό, Σαμπίνα. Έχει αλλάξει μορφή το έδαφος και τα πρωινά, υπάρχει διάχυτη στην ατμόσφαιρα, μια μυρωδιά περίεργη. Ανησυχώ...»


Μπήκε στο εργαστήρι της κι άρχισε να ζυμώνει. Καθώς είχε τα δάχτυλά της βυθισμένα στο ζυμάρι, πρόσεξε σκιές στο χρώμα της πορφύρας να κυλάνε ανομοιόμορφα πάνω τους. Τρόμαξε κι έβγαλε με μια απότομη κίνηση τα χέρια της από τη ζύμη.
Κοίταξε έξω. Είχε ξημερώσει για τα καλά, αλλά ο ουρανός της Πομπηίας είχε καλυφθεί από σύννεφα, τόσο περίεργα...λες και κουβαλούσαν αίμα.
«Τι όμορφο χρώμα... ευλογημένος τόπος η Καμπανία», μονολόγησε.
Είχαν ήδη ανοίξει και τα υπόλοιπα μαγαζιά και σιγά σιγά μαζευόταν ο κόσμος στην αγορά για τα πρωινά του ψώνια ή κατευθυνόταν προς τα λουτρά.

Τακτοποίησε τα φρεσκοψημένα καρβέλια και σκούπισε το ιδρωμένο της πρόσωπο. Ο πρώτος πελάτης είχε ήδη μπει στο φούρνο. Ήταν ο δούλος μιας εύπορης, όμορφης γυναίκας, που ζούσε σε μια έπαυλη, προς το θέατρο.
«Να βάλω μια λίμπρα, όπως κάθε μέρα;», τον ρώτησε η Σαμπίνα.
Ο δούλος τής έδωσε ένα ασσάριο, έσκυψε προς το μέρος της και της είπε χαμηλόφωνα να τις κάνει δύο τις λίμπρες.
Η φουρνάρισσα πήρε το νόμισμα και τον καλημέρισε. Ήξερε σε ποιον θα πήγαινε το δεύτερο καρβέλι. Η μυστική ζωή της εύπορης γυναίκας, είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται και να εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά στο δάσος.
Ο θαυμασμός και ο έρωτάς της για έναν γενναίο μονομάχο, ήταν το επίκεντρο των συζητήσεων στα γυναικεία λουτρά.
Ψιθύριζαν πως πήγαινε κρυφά στο κελί του και τον έβλεπε.

Η Σαμπίνα χαμογέλασε και θυμήθηκε την τελευταία φορά που την είχε δει, καθώς περνούσε έξω από την έπαυλή της. Ο κήπος της ήταν γεμάτο μυρτιές, ρόδα και κλήματα κι εκείνη, στο αίθριο, ξαπλωμένη σε ένα τρίκλινο, να διαβάζει.
Κι εκείνη ακριβώς την ώρα που την έφερε στο μυαλό της, την είδε να περνάει έξω από το φούρνο. Καθώς περπατούσε, της γλίστρησε το σάλι από το λαιμό κι έπεσε στο πλακόστρωτο.
Η Σαμπίνα έτρεξε να την προλάβει και να της το δώσει. Η γυναίκα γύρισε ξαφνιασμένη προς το μέρος της και αισθάνθηκε αμήχανα. Πήρε το σάλι από τα αλευρωμένα χέρια της Σαμπίνας και συνέχισε να περπατάει.
«Κάτι είχαν τα μάτια της, κάτι είχαν τα μάτια της...μια απέραντη θλίψη», είπε από μέσα της, η φουρνάρισσα.

Πέρασαν άλλες δυο ώρες κι ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει κι άλλο. Οι κάτοικοι της Πομπηίας επιδίδονταν στις καθημερινές τους ασχολίες, αλλά κάθε τόσο κοίταγαν παραξενεμένοι προς τα πάνω.
Άλλοι γύριζαν από τα λουτρά και ετοιμάζονταν για τη βραδινή ποιητική απαγγελία στο Ωδείο, άλλοι βρίσκονταν στ’αμπέλια τους, άλλοι στις βάρκες τους κι άλλοι ζωγράφιζαν στους τοίχους αρχοντικών σπιτιών με πορφυρά χρώματα.
Ξάφνου, τα πινέλα έπεσαν, οι ποιητές σώπασαν, φρούτα και λαχανικά άρχισαν να κυλάνε στην Οδό Αφθονίας, τα καρβέλια της Σαμπίνας σωριάστηκαν χάμω κι άρχισαν όλοι να τρέχουν πανικόβλητοι, μην ξέροντας πού να πάνε και πώς να γλιτώσουν από αυτόν το χαλασμό.
Από την κορυφή του Βεζούβιου, άρχισαν να εκτοξεύονται πύρινα κομμάτια ελαφρόπετρας – κάποια τόσο μεγάλα, που στάθηκαν μοιραία για δυο γείτονες της Σαμπίνας μπροστά στα μάτια της - . Η ατμόσφαιρα έγινε σύντομα αποπνικτική και τα γκριζωπά πούπουλα, που της είχαν γαργαλήσει τα χείλη το πρωί, άρχισαν να πυκνώνουν και να καλύπτουν τα πάντα με αστραπιαία ταχύτητα.
Η Σαμπίνα έτρεχε μέσα στο πλήθος, με ένα πανί στη μύτη και στο στόμα της και προσπαθούσε να βρει το δρόμο για το σπίτι της. Να πάει στα παιδιά της...

Όλα χάθηκαν σε λίγη ώρα. Μια πόλη έπαψε να υπάρχει. Θάφτηκε ζωντανή.
Τη Σαμπίνα, τη βρήκαν μετά από χρόνια αγκαλιασμένη με τα παιδιά της και την εύπορη γυναίκα, αγκαλιασμένη με το μονομάχο, στο κελί του.
Το σάλι της ήταν στο στόμα του. Ήθελε να σώσει εκείνον πρώτα...



Πομπηία, 24 Αυγούστου, 1998

Τοιχογραφία από τη Βίλα των Μυστηρίων

Βγήκα από τη Βίλα των Μυστηρίων, ήπια λίγο νερό και ακολούθησα τα βήματα της Σαμπίνας και της εύπορης γυναίκας. Έριξα κάτω το σάλι μου. Μια ασπρόμαυρη γάτα ξεπρόβαλε από ένα γκρεμισμένο μαγαζί της Οδού Αφθονίας και τρίφτηκε πάνω του. Το άφησα εκεί.
Έβγαλα από την τσέπη μου το κλειδί του αυτοκινήτου και πήρα τον χάρτη στα χέρια μου. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή, που περίμενα χρόνια. Να δω τη Νάπολη από την κορυφή του Βεζούβιου...



Πέτρες από τον Βεζούβιο


Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Σκιές στο Ραβέλλο






Η Γκρέτα Γκάρμπο το ερωτεύτηκε αμέσως μόλις βρέθηκε εκεί. Εγώ το είχα ήδη ερωτευτεί από φωτογραφίες και περιγραφές φίλων.
Σκαρφαλωμένο πάνω από την ξακουστή ακτογραμμή της Νότιας Ιταλίας (Costiera Amalfitana) και κρυμμένο μέσα στους κρεμαστούς κήπους των σπιτιών, το Ραβέλλο, χαρίζει γενναιόδωρα την ομορφιά του στις καρδιές των ανθρώπων που το επισκέπτονται.
Ανηφορίζοντας τον δρόμο με τα απόκρημνα βράχια και τις δαιδαλώδεις στροφές, έχε το παράθυρο του αυτοκινήτου ανοιχτό, για να μεθύσεις από το άρωμα των λεμονανθών και να εισπνεύσεις τον αέρα της Αδριατικής, που σε συντροφεύει στη διαδρομή.
Αν είναι Μάης, θα’χουν ανθίσει οι τριανταφυλλιές και θα έχεις την ψευδαίσθηση ότι τριγυρνάς μέσα σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Με λίγη φαντασία, θα νιώσεις στους ώμους σου το πινέλο του ζωγράφου. Κι όσο θα περπατάς στα δρομάκια του χωριού, θα πιάσεις τον εαυτό σου να παραμιλάει και σχεδόν να υπνοβατεί σε όνειρο αληθινό.
Θα δεις χρώματα που μίσεψαν από το ουράνιο τόξο και θα μυρίσεις αρώματα σπάνια, που ζουν για μια μέρα.
Κι όταν φτάσεις στους κήπους της Βίλας Ρούφολο, θα βγάλεις το ψάθινο καπέλο, θα καθίσεις κάτω από ένα κιόσκι και θα προσποιηθείς τον ζωγράφο, κάνοντας αόρατες πινελιές στον αέρα.
Εκεί που θα «ζωγραφίζεις», θα σου φανεί πως είδες να περνάει από μπροστά σου η «Κυρία με τις καμέλιες» και θα συλλογιστείς τον έρωτα της ηθοποιού γι’αυτό το μέρος. Ναι, τώρα την καταλαβαίνεις...
Μα να, περνάει κι ο Βάγκνερ από μπροστά σου - αλλοτινός επισκέπτης κι αυτός - και από την έκφρασή του, σου φαίνεται πως βρήκε έμπνευση για την καινούρια του συμφωνία.
Κοντεύεις να χάσεις τα λογικά σου, αλλά τους βλέπεις κι αυτούς. Ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Βοκάκιος, ο  Ντ.Χ.Λόρενς, πηγαινοέρχονται στον κήπο...
Όταν το βράδυ, κατέβεις να βρεις τους φίλους σου στο Αμάλφι και τους διηγηθείς ότι ταξίδεψες στο χρόνο, θα σε πουν πάλι «αλλοπαρμένη».

Καθώς θα πίνεις ένα limoncello, θα φτάσει στ’αυτιά σου ένα ναπολιτάνικο τραγούδι, που θα σε «αλυσοδέσει» για πάντα σ'αυτόν τον τόπο.

Κάθε φορά που θα το ακούς, θα προσποιείσαι τον ζωγράφο, εκεί, στο κιόσκι με την ηθοποιό, τον συνθέτη, τους συγγραφείς...
...και θα τους κάνεις νόημα πως θα ξανάρθεις.














Era 'de maggio
Ήταν Μάης και στην ποδιά σου
έπεφταν τσαμπιά τα κόκκινα κεράσια,
είχε δροσιά
κι ο κήπος
μοσχοβολούσε τριαντάφυλλα
από εκατό βήματα μακριά.

Ήταν Μάης,
πώς να μην το θυμάμαι
μαζί τραγουδούσαμε ένα τραγούδι.
Όσο περνάει ο καιρός
τόσο δυναμώνει στη θύμησή μου.
Είχε δροσιά και το τραγούδι,
γλυκό ήταν.

Κι έλεγε: "Καρδιά, καρδιά, καρδιά μου,
φεύγεις μακριά,
μ'αφήνεις κι εγώ μετράω τις ώρες
ποιος ξέρει πότε θα επιστρέψεις!"

Κι εγώ απαντούσα: " Θα επιστρέψω,
όταν ξανάρθουν και τα τριαντάφυλλα,
αν είναι Μάης τότε πού'ρχονται
τον Μάη θα'ρθω κι εγώ."

Και να'μαι, επέστρεψα
κι όπως κάποτε, έτσι και τώρα
τραγουδάμε μαζί εκείνο το παλιό τραγούδι,
περνάει ο καιρός κι ο κόσμος γυρίζει,
αλλά η αληθινή αγάπη, όχι, δρόμο δεν αλλάζει.

Ομορφιά μου, σε ερωτεύτηκα, αν θυμάσαι,
μπροστά στο συντριβάνι,
το νερό εκεί μέσα, ποτέ δε στερεύει
κι η λαβωμένη αγάπη δε γιατρεύεται.

Δε γιατρεύεται.
Μα αν είχε γιατρευτεί, χαρά μου,
δε θα στεκόμουν εδώ, μέσα σ'αυτόν τον βαλσαμωμένο αέρα,
να σε κοιτάζω.

Κι εγώ σου λέω: "Καρδιά, καρδιά, καρδιά μου,
επέστρεψα.
Μαζί με τον Μάη, επέστρεψε κι η αγάπη,
κάνε με ό,τι θέλεις!"