Πομπηία, 24 Αυγούστου, 79
μ.Χ.
Η Σαμπίνα ξύπνησε από τα
χαράματα, όπως άλλωστε συνήθιζε, για να πάει στο φούρνο της. Μοναδικός ήχος
στην Οδό Αφθονίας, τα βήματά της στον πλακόστρωτο δρόμο.
Το πρωινό αεράκι έφερε στα
χείλη της ένα μικροσκοπικό αντικείμενο σαν γκριζωπό πούπουλο. Τη γαργάλησε και
μόλις το άγγιξε, έλιωσε στα λεπτοκαμωμένα της δάχτυλα.
Είχε μια αλλόκοτη ζέστη και
τα αηδόνια στους κήπους των γύρω σπιτιών, δεν ακούγονταν εκείνο το πρωί.
«Παράξενο», συλλογίστηκε, «ίσως σκιάχτηκαν από το χθεσινό χορό της Γης».
Το έδαφος της Πομπηίας δεν
είχε πάψει να σείεται δυο τρεις μέρες τώρα, αλλά δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο
για τους κατοίκους της.
Λίγο πριν το στενό, όπου
βρισκόταν ο φούρνος της, έστρεψε το κεφάλι της προς τα πάνω και παρατήρησε ένα
περίεργο σύννεφο πάνω από το βουνό τους, τον Βεζούβιο. Ήταν πυκνό και μαύρο.
Της έκανε εντύπωση και έφερε στο μυαλό της τα λόγια του ξάδερφού της, του
Πλίνιου. «Κάτι δεν πάει καλά με το
βουνό, Σαμπίνα. Έχει αλλάξει μορφή το έδαφος και τα πρωινά, υπάρχει διάχυτη
στην ατμόσφαιρα, μια μυρωδιά περίεργη. Ανησυχώ...»
Μπήκε στο εργαστήρι της κι
άρχισε να ζυμώνει. Καθώς είχε τα δάχτυλά της βυθισμένα στο ζυμάρι, πρόσεξε
σκιές στο χρώμα της πορφύρας να κυλάνε ανομοιόμορφα πάνω τους. Τρόμαξε κι
έβγαλε με μια απότομη κίνηση τα χέρια της από τη ζύμη.
Κοίταξε έξω. Είχε ξημερώσει
για τα καλά, αλλά ο ουρανός της Πομπηίας είχε καλυφθεί από σύννεφα, τόσο
περίεργα...λες και κουβαλούσαν αίμα.
«Τι όμορφο χρώμα...
ευλογημένος τόπος η Καμπανία», μονολόγησε.
Είχαν ήδη ανοίξει και τα
υπόλοιπα μαγαζιά και σιγά σιγά μαζευόταν ο κόσμος στην αγορά για τα πρωινά του
ψώνια ή κατευθυνόταν προς τα λουτρά.
Τακτοποίησε τα φρεσκοψημένα
καρβέλια και σκούπισε το ιδρωμένο της πρόσωπο. Ο πρώτος πελάτης είχε ήδη μπει
στο φούρνο. Ήταν ο δούλος μιας εύπορης, όμορφης γυναίκας, που ζούσε σε μια
έπαυλη, προς το θέατρο.
«Να βάλω μια λίμπρα, όπως
κάθε μέρα;», τον ρώτησε η Σαμπίνα.
Ο δούλος τής έδωσε ένα
ασσάριο, έσκυψε προς το μέρος της και της είπε χαμηλόφωνα να τις κάνει δύο τις λίμπρες.
Η φουρνάρισσα πήρε το νόμισμα
και τον καλημέρισε. Ήξερε σε ποιον θα πήγαινε το δεύτερο καρβέλι. Η μυστική ζωή
της εύπορης γυναίκας, είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται και να εξαπλώνεται σαν
πυρκαγιά στο δάσος.
Ο θαυμασμός και ο έρωτάς της
για έναν γενναίο μονομάχο, ήταν το επίκεντρο των συζητήσεων στα γυναικεία
λουτρά.
Ψιθύριζαν πως πήγαινε κρυφά
στο κελί του και τον έβλεπε.
Η Σαμπίνα χαμογέλασε και
θυμήθηκε την τελευταία φορά που την είχε δει, καθώς περνούσε έξω από την έπαυλή
της. Ο κήπος της ήταν γεμάτο μυρτιές, ρόδα και κλήματα κι εκείνη, στο αίθριο,
ξαπλωμένη σε ένα τρίκλινο, να διαβάζει.
Κι εκείνη ακριβώς την ώρα που
την έφερε στο μυαλό της, την είδε να περνάει έξω από το φούρνο. Καθώς
περπατούσε, της γλίστρησε το σάλι από το λαιμό κι έπεσε στο πλακόστρωτο.
Η Σαμπίνα έτρεξε να την
προλάβει και να της το δώσει. Η γυναίκα γύρισε ξαφνιασμένη προς το μέρος της
και αισθάνθηκε αμήχανα. Πήρε το σάλι από τα αλευρωμένα χέρια της Σαμπίνας και
συνέχισε να περπατάει.
«Κάτι είχαν τα μάτια της,
κάτι είχαν τα μάτια της...μια απέραντη θλίψη», είπε από μέσα της, η
φουρνάρισσα.
Πέρασαν άλλες δυο ώρες κι ο
ουρανός είχε σκοτεινιάσει κι άλλο. Οι κάτοικοι της Πομπηίας επιδίδονταν στις
καθημερινές τους ασχολίες, αλλά κάθε τόσο κοίταγαν παραξενεμένοι προς τα πάνω.
Άλλοι γύριζαν από τα λουτρά
και ετοιμάζονταν για τη βραδινή ποιητική απαγγελία στο Ωδείο, άλλοι βρίσκονταν
στ’αμπέλια τους, άλλοι στις βάρκες τους κι άλλοι ζωγράφιζαν στους τοίχους
αρχοντικών σπιτιών με πορφυρά χρώματα.
Ξάφνου, τα πινέλα έπεσαν,
οι ποιητές σώπασαν, φρούτα και λαχανικά άρχισαν να κυλάνε στην Οδό Αφθονίας, τα καρβέλια της
Σαμπίνας σωριάστηκαν χάμω κι άρχισαν όλοι να τρέχουν πανικόβλητοι, μην ξέροντας
πού να πάνε και πώς να γλιτώσουν από αυτόν το χαλασμό.
Από την κορυφή του Βεζούβιου,
άρχισαν να εκτοξεύονται πύρινα κομμάτια ελαφρόπετρας – κάποια τόσο μεγάλα, που
στάθηκαν μοιραία για δυο γείτονες της Σαμπίνας μπροστά στα μάτια της - . Η ατμόσφαιρα έγινε σύντομα
αποπνικτική και τα γκριζωπά πούπουλα, που της είχαν γαργαλήσει τα χείλη το πρωί,
άρχισαν να πυκνώνουν και να καλύπτουν τα πάντα με αστραπιαία ταχύτητα.
Η Σαμπίνα έτρεχε μέσα στο
πλήθος, με ένα πανί στη μύτη και στο στόμα της και προσπαθούσε να βρει το δρόμο
για το σπίτι της. Να πάει στα παιδιά της...
Όλα χάθηκαν σε λίγη ώρα. Μια
πόλη έπαψε να υπάρχει. Θάφτηκε ζωντανή.
Τη Σαμπίνα, τη βρήκαν μετά
από χρόνια αγκαλιασμένη με τα παιδιά της και την εύπορη γυναίκα, αγκαλιασμένη
με το μονομάχο, στο κελί του.
Το σάλι της ήταν στο στόμα
του. Ήθελε να σώσει εκείνον πρώτα...
Πομπηία, 24 Αυγούστου, 1998
Βγήκα από τη Βίλα των Μυστηρίων, ήπια λίγο νερό και ακολούθησα τα βήματα της Σαμπίνας και της εύπορης γυναίκας. Έριξα κάτω το σάλι μου. Μια ασπρόμαυρη γάτα ξεπρόβαλε από ένα γκρεμισμένο μαγαζί της Οδού Αφθονίας και τρίφτηκε πάνω του. Το άφησα εκεί.
Έβγαλα από την τσέπη μου το κλειδί του αυτοκινήτου και πήρα τον χάρτη στα χέρια μου. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή, που περίμενα χρόνια. Να δω τη Νάπολη από την κορυφή του Βεζούβιου...
Πέτρες από τον Βεζούβιο |